καιροσκοπώ — (Α καιροσκοπῶ, έω) [καιροσκόπος] περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να τήν εκμεταλλευθώ, καιροφυλακτώ … Dictionary of Greek
καιροσκοπῶ — καιροσκοπέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) καιροσκοπέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροσκοπία — η η αναμονή κατάλληλης ευκαιρίας, η επιδίωξη και εκμετάλλευση ευκαιρίας η οποία είναι πιθανό να παρουσιαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιροσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
καιροτηρώ — καιροτηρῶ, έω (Α) καιροσκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + τηρῶ] … Dictionary of Greek
καιροφυλακτώ — (AM καιροφυλακτῶ, έω) περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καιροσκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακτῶ (< φύλακτος < φυλάσσω), πρβλ. α φυλακτώ, τειχο φυλακτώ] … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
καιροσκοπία — η η ενέργεια του καιροσκοπώ, αναμονή της κατάλληλης ευκαιρίας, καιροφυλάκτηση: Η επιτυχία του οφείλεται στην καιροσκοπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)